Μητέρα, μανούλα, μαμά

Ψάχνω για  μητρότητα, πατρότητα, γονέας. Γυρίζει η ηλεκτρονική κλεψύδρα της αναζήτησης… Τίποτα. Τελικά η ηλεκτρονική  εφαρμογή δεν μπόρεσε να βρει το αντίθετο…       

Σκέφτομαι να το πάω αλλιώς, παραφραστικά. Βρίσκω: Άτεκνος, άτεκνη, ατεκνία, στείρα, άκληρος.        

Λένε πως οι λέξεις έχουν αυτόνομη ενέργεια. Άκου την μητρότητα… Σαν αγκαλιά και ψίθυρος σε αυτάκι… Η ατεκνία πάλι, χαστούκι ανελέητο και η στείρα σαν ανάθεμα και ανώφελο σαράκι.

Στέκομαι αμήχανα στη μέση της σάλας του πολυτελούς ξενοδοχείου και στριφογυρίζω στα δάκτυλά μου το κολονάτο ποτήρι. «Πόσα παιδιά έχετε;» με ρωτά με ειλικρινές ενδιαφέρον το υψηλόβαθμο στέλεχος που στέκεται απέναντι μου.  «Δεν έχω, δεν έτυχε…» δικαιολογούμαι κάπως σαστισμένα, για να επανέλθω θριαμβευτικά: « Έχω δύο γάτες!» Χαμόγελο, κατανόηση και συγκατάβαση από απέναντι. Πόσο ανώδυνα φαντάζουν όλα τα θλιβερά επεισόδια της ζωής μας μέσα από την αφήγηση σε σάλες δεξιώσεων με ένα κοκτέιλ στο χέρι.

Κάθε που καθυστερούσε η περίοδος μια – δυο μέρες, να τρέχω στο φαρμακείο, να συλλέγω ούρα και να περιμένω την γραμμούλα… Αυτήν που δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ύστερα πάλι στο Γραφείο Ευημερίας για ατέλειωτες συναντήσεις επί εβδομάδες με λειτουργούς, να καταθέτουμε τα εσώψυχά μας σε αγνώστους, σε κρύα γραφεία που μυρίζουν βρεγμένα αποτσίγαρα και μούχλα. Μετά τα μαθήματα: «Πως να γίνετε καλοί γονείς!» Αρχίζουμε τις παραγγελίες βιβλίων για τη ψυχολογία και την ορθή ανάπτυξη του παιδιού  και «Ποιος είναι ο κατάλληλος χρόνος για να του πείτε ότι είναι υιοθετημένο;» Πανέτοιμοι ! Και παιδάκι; Πότε θα γεμίσει η αγκαλιά μας; «Δεν υπάρχουν παιδάκια.» λέει τώρα το Γραφείο Ευημερίας. Να παίρνω σβάρνα τις κλινικές: «Αν κάποια μανούλα, δεν μπορεί να κρατήσει το μωράκι της, να μην το ρίξει, προς Θεού !» Παιδάκι δεν βρέθηκε ποτέ !  Και ύστερα στην Αθήνα με νέες ελπίδες : «Έχουμε δύο παιδάκια, το ένα έχει AIDS και το άλλο είναι τυφλό, ποιο προτιμάτε; » Και τι είναι τα παιδιά, μάνα μου, για να διαλέξω; Ταπετσαρία στον τοίχο; και τέλος πάντων Τι τέρας είμαι εγώ, για  να απορρίψω μια ψυχούλα; Δεν κάνω εγώ για μάνα, δεν το ‘χω ! Μου λείπει το φίλτρο! Αυτό είναι ! Τέλος !   

Απλωμένη στον καναπέ με τον χοντρούλη μου αγκαλιά που γουργουρίζει ευτυχισμένα. Η φωτιά στο τζάκι φωτίζει το σκοτεινό δωμάτιο. Κοιτάω τις πορτοκαλί φλόγες να τρεμοπαίζουν και νιώθω πλήρης, τόσο, που σκέφτομαι να αρχίσω και εγώ το γουργουρητό.  Σκέφτομαι τις χαρές της ατεκνίας…  Όλα τα παιδιά του κόσμου έχω αγαπήσει. Τόσο πολύ, που τα νιώθω όλα δικά μου ! Με κάθε ευκαιρία, διαλέγουμε παιδικά ρουχαλάκια για να τα στείλουμε. Κι’ ύστερα περιμένουμε με ανυπομονησία φωτογραφίες και βιντεάκια για να τα καμαρώσουμε. «Κοίτα τα πως μεγάλωσαν! Και πόσο της πάει το κόκκινο!» Δεν αδικώ άλλα παιδάκια συγκρίνοντας τα με τα δικά μου. Δεν υπερασπίζομαι ένα σε βάρος άλλου. Έχω σταματήσει το ανελέητο μάζεμα για να τους φτιάξω κομπόδεμα. Όλα δικά μας είναι κι’ όποιο βρεθεί στο δρόμο μας αντίδωρο μοιράζεται η αγάπη. Η αγκαλιά μεγάλωσε κι’ απλώθηκε παντού σαν γιασεμί σε ανθισμένο κήπο. Δεν είμαστε πια άκληροι, όλα παιδιά μας είναι !   

Leave a Reply