Το κορίτσι εξήντα και το αγόρι κοντά εβδομήντα.
Μπάζα κι’ απελπισία…
Η πόλη βουίζει και μέσα η μοναξιά όλο κρύβεται.
Σωπαίνει κι’ αφουγκράζεται χωρίς να βγάζει άχνα.
Αθόρυβοι και αθέατοι μέσα στη χαραμάδα.
Μήπως τους δει κανείς, μήπως και τους ρωτήσει. Πώς όλοι γύρω χάθηκαν;
Μα άδικα ταράζονται, κανείς δε θα μιλήσει, κανείς δε θα ρωτήσει.
Αυτοί έξω όλο βιάζονται, έχουν δουλειές να κάνουν, ποιος τώρα έχει χρόνο και μπορεί να νοιάζεται;
Μα μέσα απόψε είναι όλα αλλιώτικα, έχουνε επισκέπτες. Ήρθαν οι μνήμες οι γλυκές, οι μυρωδιές, οι μουσικές, πρόσωπα και χαρούμενες φωνές !
Απόψε δεν κρυώνουνε μα ούτε και πεινάνε. Αγκαλιασμένοι κάθονται και τη φωτιά κοιτάνε.
Οι φλόγες τους ταξίδεψαν σε μέρη αγαπημένα, εκεί δεν έχει μοναξιά, δεν στάζει απελπισία…
Όταν στο περιθώριο η ζωή τα πλάσματα πετάει, ο Θεός πονάει, τα παίρνει αγκαλιά και τα φιλάει. Τρεις το ξημέρωμα τους μάζεψε, στάχτη το ασθενοφόρο την ίδια ώρα κατηφόριζε το απορριμματοφόρο!