Νοέμβριος

Κοίταξε έξω από τα σκονισμένα παράθυρα. Η μέρα ήταν πολύ γκρίζα. Όλα έμοιαζαν στάσιμα και βουβά. Τίποτα δεν έλεγε να πάρει μπροστά μήνες τώρα. Ακόμα και η βροχή εκεί έξω, μόνο παραμόνευε και δεν έλεγε να αρχίσει. Την ένιωθε στα ρουθούνια, εισχωρούσε η υγρασία στο δέρμα και το βάρος απ’ τα σύννεφα καθόταν στο κεφάλι αλλά δεν έσκαγε η πρώτη στάλα να δροσίσει τη γη, να διώξει τη σκόνη απ’ τα φύλλα για να πάρουν κι’ αυτά μια ανάσα έστω. Την πρώτη, μετά από μήνες νεκρικής ακαμψίας και εκκωφαντικής σιωπής.     

Δύσκολος ο Νοέμβριος γεμάτος θλιβερές αναμνήσεις από το ταξίδι του πατέρα. Ένα ταξίδι μοναχικό, πολύ μακρινό και χωρίς γυρισμό. Μια κίνηση του χεριού, ο τελευταίος χαιρετισμός από το κρεββάτι του Γενικού Νοσοκομείου στον παγωμένο θάλαμο με τα πέντε κρεββάτια. Έξω να ξημερώνει Κυριακή και μέσα είχε δύσει για πάντα… 

Πόσες Κυριακές χωράνε σε είκοσι οκτώ χρόνια;

Leave a Reply