Έβρεχε δυνατά το βράδυ που γεννήθηκε η Θεανώ. Τέλη Φεβράρη του 1900, σ’ ένα χωριό της Κύπρου. Το πρώτο παιδί της Ελέγκως του Μιχαήλη, και το τελευταίο. Μαζί με το πρώτο κλάμα της Θεανούς βγήκε και η τελευταία πνοή της Ελέγκως. Δύσκολη γέννα, και αυτή πολύ αδύνατη, να την αντέξει.
Ο Μιχαήλης έριξε μια ματιά στη Θεανώ, τα μάτια της ήταν γαλάζια και το δέρμα της λευκό σαν το γάλα. Έμοιαζε με άγγελο, μόνο που ο Μιχαήλης ήταν πολύ θυμωμένος για να μπορέσει να την κοιτάξει . Όχι, δεν έχανε τον άνθρωπό του, δεν ήταν αυτό το θέμα… Βγήκε από την κάμαρη θυμωμένος κι΄ άφησε τις γυναίκες για τα περαιτέρω.
Ο Μιχαήλης ήταν πρακτικός άνθρωπος, παντρεύτηκε την Ελέγκω γιατί κάποια στιγμή έπρεπε να παντρευτεί και η Ελέγκω ήταν όμορφη και προκομμένη. Η φτώχια έφερε τη φυματίωση κι’ αυτή της πήρε και μάνα και πατέρα. Και από τότε η Ελέγκω δεν ξανάκουσε το όνομά της. Έγινε «το ορφανό» που μεγάλωσε στα χέρια μακρινής ξαδέλφης της μάνας της.
Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του και το στόμα του στέγνωσε. Δεν πονούσε για το κορίτσι που έσβησε στα 19 του, ούτε για το βρέφος που ήρθε στον κόσμο χωρίς τη μάνα του. Πονούσε για τον ίδιο. Γιατί να του τύχει αυτό; Αλλιώς τα είχε οργανώσει, και τώρα αυτή η αναποδιά. Σιχαινόταν την ιδέα της μιζέριας και της θλίψης. Ήταν άνδρας αποφασιστικός, αδίστακτος, και ήθελε να πηγαίνει μόνο μπροστά, ποτέ πίσω. Η θλίψη ήταν για τους φτωχούς και τους αδύναμους. Ο Μιχαήλης ήταν άρχοντας και δεν του ταίριαζε το πένθος. Δεν την αγάπησε την Ελέγκω, ήταν γι’ αυτόν απόκτημα, σαν όλα του τα μάλια*.
Για μια στιγμή του φάνηκε πως την εμύρισε. Έκλεισε τα μάτια και εισέπνευσε βαθιά. Πρωινή βροχή πάνω σε ανθούς λεμονιάς… O αέρας σάλεψε το κουρτινάκι στο ψηλό παράθυρο κι’ αυτό άνοιξε απότομα. Είχε μπει για μια τελευταία βόλτα, για ένα πέρασμα σύντομο σαν τη ζωή της, για ν’ αποχαιρετίσει ανθρώπους και πράγματα. Έπαιξε με τα δάκτυλα της με το δαντελωτό κουρτινάκι που η ίδια είχε φτιάξει με βελονάκι, κοριτσόπουλο τότε που μαζεύονταν με τις φιλενάδες της στον ηλιακό για να φτιάξουν την προίκα τους και να κεντήσουν τα όνειρά τους για τη ζωή που τις περίμενε… Τότε που μιλούσαν ελεύθερα για τα πάντα, για την πρώτη νύχτα του γάμου, για τον άντρα που θα τις έπαιρνε και για τα παιδιά που θα κάνανε, και τις κουβέντες τους διέκοπτε, που και που, το κοριτσίστικο γελάκι τους.
Κι’ ύστερα πήρε αγκαλιά το μωρό της. Το μύρισε, το φίλησε και το έσφιξε στο φουσκωμένο της στήθος. Το αεράκι έγινε ψίθυρος και υπόσχεση στο αυτάκι του βρέφους: “Δε θα σ’ αφήσω ποτέ Θεανώ μου !»
Άνοιξε τα μάτια του απότομα, ήθελε να τη διώξει από τα ρουθούνια και από την σκέψη του. Κτύπησε με τη βαριά μπότα του το ξύλινο πάτωμα με δύναμη σαν να ήθελε να το συνθλίψει. Λευκή δαντέλα, λεβάντα και λεμονανθοί έγιναν θρύψαλα κάτω απ’ την μπότα. Ένα λουλούδι μαράθηκε πριν να ανοίξει τα πέταλά του στον ήλιο, ένα κορίτσι γεννήθηκε ορφανό και κανείς δεν έκλαψε. Μια υπόσχεση χαράχτηκε στα ξύλινα δοκάρια μιας ψηλοτάβανης κάμαρας. Το αεράκι που φύσηξε όλα τα σήκωσε σαν ασημόσκονη που την ταξίδεψε πέρα από τον ουρανό και τη θάλασσα εκεί ακριβώς στην κόγχη του ορίζοντα, εκεί που όλα σμίγουν και χρωματίζουν την Πολιτεία της Λήθης.