Τριάντα χρόνια μέσα στη κουζίνα πάνω από κατσαρόλες και το νεροχύτη με άπλυτα δεν είναι λίγα… Εσύ όμως εκεί ήσουν ταγμένη. Από το προηγούμενο βράδυ, σκεφτόσουνα τι θα φτιάξεις την επομένη για τα κορίτσια και τον άντρα σου. Ήσουν έξυπνη, δυναμική και δραστήρια, θα μπορούσες να είχες γίνει μεγάλο στέλεχος επιχείρησης ή αδίστακτη δικηγόρος ή ακόμα και «Chartered Accountant». Δεν έγινες όμως, άλλες εποχές βλέπεις… Δεν ξέρω καν αν τέλειωσες το σχολείο. Έκανες όμως αυτό που έκρινες ως το καλύτερο. Αφοσιώθηκες με πάθος στα παιδιά σου και την κουζίνα σου.
Ξυπνούσες πρωί – πρωί για να τα πετύχεις όλα φρέσκα – τα καλύτερα. Το ψάρι κάνει καλό στην υγεία και τα μάτια, τα φρούτα και τα λαχανικά βοηθούν στο έντερο. «Το είπε η τηλεόραση» που παρακολουθούσες όταν το σπίτι άστραφτε και συ ξεκουραζόσουν και ξεγελούσες για λίγο τη μοναξιά σου καθώς τους περίμενες όλους να γυρίσουν ενώ στην κουζίνα το φαγητό σιγόβραζε για να καταστισθεί.
Η Κατερίνα σιχαίνεται τα όσπρια και με ρέγουλα το αλάτι γιατί η πίεση του Φειδία έχει ανέβει στο Θεό. Κι’ ήσουν εκεί κάθε μέρα… Να φτιάξεις την καπίρα για την Κατερίνα – ίσα να χρυσίσει όχι να την πιάσει πολύ γιατί θα άκουγες το κλασικό «πάλι την έκαψες !» , το γάλα της μη ζεσταθεί πολύ και κάνει πέτσα, ούτε να μυρίσει γαλατίλα γιατί η Κατερίνα πρώτα το μυρίζει το φαΐ της και μετά το τρώει.
Ήθελες τα καλύτερα για τις κόρες σου. Με τον Φειδία σου ζήσατε ταπεινά μέσα στο μέτρο και την οικονομία. Δεν ταξιδέψατε στον κόσμο, την Μπανγκόκ δεν την είδατε αλλά ούτε και στο Λονδίνο πήγατε για ψώνια. Κτίσατε όμως δύο σπίτια κι ας μένατε εσείς στο νοίκι μια ζωή. Το ένα για την μεγάλη πρώτα και ύστερα για το καμάρι σας την Κατερίνα. Είχες σχέδια για τα κορίτσια να τις προικίσεις και να τις καλοπαντρέψεις. Αυτό ήταν το σωστό και το πρέπον!
Ποτέ δεν ντύθηκες ακριβά, δεν αγόρασες τσάντες με επώνυμες αγκράφες αλλά άμα στέλνανε τον Φειδία στην Αγγλία για παραγγελίες μηχανημάτων για τη δουλειά, εσύ έδινες εντολή να φέρει τα καλύτερα για τις κορούδες. Έτσι όταν οι συμμαθήτριες τους φορούσανε Jet, Zako ή Τρικόζα, οι δικές σου οι κόρες φορούσαν σακάκια Εγγλέζικα με κουκούλες και χαριτωμένα κουμπάκια.
Και έτσι πέρασαν το χρόνια, η Σοφία σου έγινε δικηγόρος, βρήκε καλή δουλειά στην κυβέρνηση και παντρεύτηκε ένα «πολύ καλό παιδί» από «καλή οικογένεια» ακριβώς όπως το ονειρεύτηκες – η Σοφία τα κατάφερε μια χαρά, Μπράβο! Ήτανε βέβαια λαλίστατη η συμπεθέρα, ξερόλας και αλαζονική, εσύ όμως έκανες τον αυταρχισμό της γαργάρα γιατί οι συμπέθεροι ήταν πλούσιοι και πληρούσαν τα «καθώς πρέπει» πρότυπα της ξεφτιλισμένης κυπριακής κοινωνίας.
Οι φήμες βέβαια έλεγαν ότι η πολύξερη συμπεθέρα ήταν το εξώγαμο ενός υψηλά ιστάμενου ιερωμένου αλλά δε βαριέσαι «κακίες του κόσμου»… Η συμπεθέρα που λέτε, είχε άποψη για όλα έτσι όταν ήρθε η ώρα των αρραβώνων της ταπεινής Σοφίας μετά του «λαμπρού» νέου η συμπεθέρα της αγόρασε ένα κομμάτι μεταξωτό από τον καλύτερο υφασματέμπορο της Λευκωσίας (μια γκρίζα κλασικούρα με γεωμετρικά σχήματα που σε ζάλιζε να την κοιτάς) και έδωσε διαταγή να ραφτεί κάτι κομψό και κλασικό. Με άλλα λόγια την έντυσε καλόγρια (λόγω DNA ίσως). Και έτσι τα δροσερό κοριτσάκι με την αλαβάστρινη επιδερμίδα και το ντροπαλό χαμόγελο κρύφτηκε στα μεταξωτά ράσα της στρίγγλας.
Μες τα μεγαλεία η Σοφία και για φαντάσου τι έχει να γίνει όταν έρθει η σειρά της Κατερίνας που δεν είχε την αυστηρότητα και την εσωστρέφεια της Σοφίας αλλά ήταν όλο σκέρτσο και νάζι, ένα παιδί χαρούμενο με πλατύ χαμόγελο και το γέλιο να ρέει γάργαρο. Και ήταν και το άλλο, η Κατερίνα είχε πολλές παρέες, όλα καλά παιδιά από τα καλύτερα σπίτια της Λευκωσίας. Ε ρε μεγαλεία που θα ζήσουμε…
Δεν τα ζήσαμε όμως. Η Κατερίνα όταν σπούδαζε στην Αθήνα γνώρισε τον Φραγκίσκο. Αγαπηθήκανε κι’ αυτόν επέλεξε για άντρα. Και τότε έγινε η μεγάλη ανατροπή. Η αφοσιωμένη μάνα έγινε αγρίμι ανήμερο έτοιμο να κατασπαράξει τους πάντες. Πως τόλμησαν να της χαλάσουν τα σχέδια; να της γκρεμίσουν τα όνειρα ; Μα η Κατερίνα που θα μπορούσε να πάρει όποιον θέλει; Γιατρό, δικηγόρο ή έστω λογιστή. Η δική της Κατερίνα να θέλει ένα τυχαίο καλαμαρά…
Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή της την αντίδραση- καλά δεν είπαμε και να πηδάει απ’ τη χαρά της που θα ξενιτευτεί το κορίτσι της – αλλά γιατί τόσα ρεζιλίκια, τόσοι καυγάδες και φασαρία. Βούιξε όλη η Λευκωσία και όλος ο καλός ο κόσμος σχολίαζε τα παθήματά της αφοσιωμένης μάνας. Όλο αυτό το σαπισμένο σύστημα που αυτή υπηρετούσε χρόνια με υπομονή και καρτερικότητα στο βωμό του καθωσπρεπισμού τώρα τη συζητούσε χαιρέκακα με αποδοκιμασία και ξιπασιά. Ήταν λες και περίμεναν την ώρα που θα πέσει για να την χλευάσουν. Και αυτή έπεσε…
Κανείς δεν ήξερε πως για τριάντα χρόνια πάνω από τις κατσαρόλες και το νεροχύτη μες την ταπεινή κουζίνα της αυτή έκανε όνειρα. Πως την ώρα που καθάριζε με τη τσιμπίδα ένα – ένα τα κόκκαλα από το ψάρι για την Κατερίνα, αυτή κεντούσε το όνειρο ενός παραμυθένιου γάμου με έναν πρίγκιπα της Λευκωσίας. Αυτή με την ταπεινή καταγωγή που πάλεψε με στερήσεις για να κάνει τις κόρες της περιζήτητες νύμφες και τα κατάφερε μια χαρά, να την πατήσει έτσι. Και ο πόνος, το παράπονο για την αδικία αλλά και η κακία και αποδοκιμασία του καλού κόσμου φούσκωνε μέσα της. Η φωτιά που κόχλαζε κάποια στιγμή ξεχείλισε και βγήκε καυτή η κατάρα: «Πάνω απ’ τον τάφο του να σε δω να τον κλαις !» Και η κατάρα έπιασε…
Αυτό που δεν ήξερε η κυρία Ελένη, είναι πως τα πυρακτωμένα λόγια της κατάρας γίνονται αυτόνομη λάβα που ρέει αργά μεν αλλά ανεξέλεγκτα και πρώτα καίει και λιώνει τα σωθικά αυτού που την πυροδοτεί.
Κύλησαν ομαλά κάποια χρόνια ευτυχίας, η οικογένεια είχε μονιάσει και δέχτηκε τον «καλαμαρά» στους κόλπους της. Η λάβα όμως έκαιγε σιωπηλά και κάποια στιγμή έγινε η έκρηξη και βγήκαν από μέσα αρρώστια, πόνος, χωρισμός κι’ ο θάνατος. Έκανε την αρχή το «καλό παιδί» που μετά από 25 χρόνια γάμου με τη Σοφία ένιωσε παγιδευμένος, και ήθελε να μείνει λίγο μόνος… Με άλλα λόγια, έκανε φιλενάδα και λάκισε. Μεγάλο το χτύπημα για την Ελένη, πλήγμα που άνοιξε την πόρτα στον καρκίνο που επέστρεφε θριαμβευτικά και την έλιωσε, ύστερα έφυγε ο Φειδίας, από ένα σχεδόν κωμικό ατύχημα. Το πόδι του άπλωσε ο άνθρωπος στο σκαλί για να δέσει το κορδόνι στο παπούτσι του, για να μην πέσει. Και έπεσε, χτύπησε το κεφάλι στο σκαλί και πάει…
Το Σάββατο θάψαμε τη Σοφία που το πάλεψε σαν παλληκάρι αλλά δεν μπόρεσε. Δεν είδα για τελευταία φορά το προσωπάκι της, το κρύψανε να μη φανεί η θέα του καρκίνου που τρομάζει.
Έκλαψε τελικά η Κατερίνα πάνω από τάφους κυρία Ελένη, αλλά ήταν οι τάφοι της δικής σου οικογένειας, που με τόση επιμέλεια υπηρέτησες. Εύχομαι να’ ναι και οι τελευταίοι… Ας ζήσουν τα εγγόνια σου ελεύθερα και ευτυχισμένα. Και συ ξόρκισε την κατάρα σου και ελευθέρωσε τα παιδιά σου. Τους το χρωστάς !