Ο πατέρας είχε πιάσει το δρόμο για την αναχώρηση. Ήταν φανερά αδυνατισμένος. Μέσα σε λίγες μέρες οι χαριτωμένες ρυτιδούλες βάθυναν και έγιναν χαρακιές από μαχαίρι κοφτερό. Η κοιλίτσα πρήστηκε και έγινε ασκίτης.
Έκλεψα μια στιγμή, την ώρα που η μάνα έλειπε από το δωμάτιο του νοσοκομείου στο Λονδίνο και ρώτησα: «Παπά μου, είναι κάτι που θα θελες να χες κάνει και δεν πρόλαβες;»
Με κοίταξε με κείνα τα ματάκια που λάτρεψα, είχαν το χρώμα της μέλισσας, και από τις κόγχες τους έσταξε δάκρυ και μέλι: «Το ανώι με το παράθυρο στη θάλασσα της Κερύνειας!» Χαμήλωσε τα μάτια θλιμμένος, σαν αγοράκι που ντράπηκε γιατί σαν πολλά να ζήτησε από τον Άη Βασίλη. «Λέω για κείνο το σπιτάκι, στον Άη Γιώρκη», ψιθύρισε και με κοίταξε συνωμοτικά. Τελικά, ο Άη Βασίλης δεν προλαβαίνει. Η κλεψύδρα τρέχει ξέφρενα και ο χρόνος τελειώνει.
Έσκασε εκείνο το γνώριμο χαμογελάκι ! Απ’ αυτό, από παιδί κρεμόμουνα όταν ο φόβος με τύλιγε. Αυτό που δίχως λόγια μου φώναζε το πιο γλυκό του ψέμα:
«Όλα καλά θα πάνε!»