Δευτέρα πρωί, και τα κατάφερα. Είμαι δω από τις 7:15. Ήρθα νωρίς για να φύγω νωρίς. Στο Τρόοδος χιόνισε και εδώ κάνει το κρύο της αρκούδας. Φυσά παγωμένος αέρας και ο ήλιος κρύφτηκε. Τώρα αν κρύφτηκε πίσω απ’ τα σύννεφα ή αν πνίγηκε από τη σκόνη της Αφρικής θα σε γελάσω, πάντως δύο μέρες είναι εξαφανισμένος. Οι τελευταίες βδομάδες είναι δύσκολες στο Γραφείο γιατί ο Διευθυντής μου με «τιμωρεί» γιατί τόλμησα να διαμαρτυρηθώ για την λεκτική κακοποίηση που εισπράττω τα τελευταία 9-10 χρόνια που υπηρετώ το Γραφείο του. Έτσι με αγνοεί πανηγυρικά, δεν μου απευθύνει λόγο ή e-mail και γενικώς λαμβάνω τη θεραπεία του αόρατου, γιατί είχα το θράσος να παραπονεθώ όταν τσίριζε από νεύρα, καθώς με έδιωχνε από το Γραφείο του…
Πόσες φορές έχω αναρωτηθεί στη ζωή μου, από παιδί όχι τώρα που πάτησα τα 60, «Μα γιατί το κάνει αυτό;» όταν παρακολουθώ με τα μάτια ορθάνοικτα ανθρώπους να κακοποιούν, αδικούν, ξεγελούν, βιαιοπραγούν σε συνανθρώπους τους. Σωστά με φωνάζει ο άντρας μου «Πολυάννα» αφού εγώ εκεί κολλημένη στο παραμύθι μου, να ταμπουρώνομαι μέσα στις κιτρινισμένες του σελίδες και να μην βγαίνω. «Μα γιατί το κάνει αυτό;» Μα αφού την ξέρω την απάντηση. Μου την έχω πει τόσες φορές: «Επειδή μπορεί !» Επειδή η εξουσία είναι παραισθησιογόνο ναρκωτικό. Σου αλλοιώνει την οπτική και σου διευρύνει το πεδίο δράσης. Οι υπό την επήρεια λειτουργούν κάπως έτσι: Τους ανθρώπους τους χωρίζουνε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Αυτούς που φοβόμαστε και αυτούς που δεν υπολογίζουμε. Με την πρώτη ομάδα είμαστε βολικοί, χαμογελαστοί, δουλοπρεπείς, ευχάριστοι και χαριτωμένοι, με χιούμορ και καλή διάθεση. Οι συναναστροφές με την πρώτη ομάδα είναι πολύ κουραστικές αφού η συσσωρευμένη υποκρισία γεννά καταπίεση και τα πολλά χαμόγελα καταπονούν τον σιελογόνο αδένα. Αλλά “no worries”, η δεύτερη θα μας ανακουφίσει δεόντως. Εδώ θα ασελγήσουμε απεριόριστα: Φωνές, υποτίμηση, επιθετικότητα, αλαζονεία, καταπάτηση, απαξίωση, κακοποίηση. Όλες οι τοξίνες, στομαχικά υγρά και άλλα οξέα που έχει μαζέψει η συναναστροφή με τους πρώτους γίνονται πολύχρωμος εμετός «ρουκέτα» που πλήττει ανελέητα τους δεύτερους, τους τελευταίους, τους ασήμαντους, τους τίποτα…
Και κάπως έτσι προχωρά η ζωή σε μια καθημερινότητα αδυσώπητη. Που σκοτώνει παιδιά και άλλους αθώους, που βομβαρδίζει νοσοκομεία γεμάτα πόνο και απελπισία, κακοποιεί γέρους και ανήλικα. Γεννά νηστικούς και καταφρονεί αιμορραγούντες, κλέβει από ορφανά και χήρες και σταυρώνει το Χριστό ξανά και ξανά και ξανά. Ένα καρφί τη φορά. Τακ, τακ, τακ.
Αν η ζωή ρίχνει στο δρόμο σου λεμόνια φτιάξε λεμονάδα! – λέει ένα αμερικάνικο ρητό. Και εγώ να στύβω ανελέητα. Ανήκω στους δεύτερους και τελευταίους. Κρατιέμαι απ’ το φουστάνι της Παναγίας και δυναμώνω με την αγάπη. Αυτήν που δίνω αλλά και αυτή που παίρνω. Ασκούμαι στην υπομονή και τη σιωπή. Λίγα λόγια και πολλή προσευχή. Και ταξιδεύω σε μέρη μακρινά. Σήμερα βρέθηκα σ’ ένα ψηλό βουνό κατάφυτο από πεύκα, τόσο ψηλό αγγίζει το Θεό. Ησυχία απέραντη, μόνο τα βήματά μου πάνω στο χρυσό χαλί με πλέξη από πορτοκαλί φύλλα και πευκοβελόνες. Ανηφορίζω το μονοπάτι και μυρίζω τον καπνό απ’ τη φωτιά που καίει στο τζάκι στο ξύλινο σπιτάκι στην κορυφή… Δύσκολη η χθεσινή νύχτα. Η μάνα αρρώστησε, πονοκέφαλος, ίλιγγος, χλωμάδα και ανημπόρια. Η μάνα στο τροχοκάθισμα από τις 9:00μμ και έχει πάει 10:30μμ., εδώ στα επείγοντα του νοσοκομείου, και εμείς να περιμένουμε υπομονετικά να μας δει ένας γιατρός. Την κοιτάζω και βουρκώνω. Πόσο έχει μαζέψει, τα χεράκια της αποστεωμένα αποκαλύπτουν πράσινες και ροζ φλεβίτσες και το γερασμένο της σώμα κουλουριασμένο σαν μωράκι σε στρόλερ. Το μόνο που παραπέμπει στο κοριτσάκι της νιότης της οι μπουά γαλάζιες πυτζαμούλες της και το φιογκάκι στο παπούτσι. Καλά τα λέει ο Ηράκλειτος, όλα αλλάζουν και τίποτα δεν μένει το ίδιο. Λίγο να χαθείς στη δίνη της καθημερινότητας και ξυπνάς άλλος, σε άλλη εποχή και το ταξίδι πλησιάζει στο τέλος και ότι πρόλαβες, πρόλαβες…