Γεννήθηκα στη Λευκωσία σε μια μικροαστική οικογένεια στα μέσα του 1960. Οι γονείς μου από ένα χωριό της κατεχόμενης Κύπρου. Η μάνα μου είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και ο πατέρας μου δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό. Η μάνα μου, με έσπρωχνε να κυνηγώ το ύψος – την πρώτη θέση σε ότι κάνω και ο πατέρας μου, να ψηλαφώ το βάθος σε όλα – σ’ αυτά που βλέπω αλλά κυρίως στα άλλα, αυτά που δεν βλέπω αλλά είναι εκεί …
«Πώς τα πήγες στο διαγώνισμα» καρφώνει την ερώτηση με ύφος ανακριτή.
«Πολύ καλά. Πήρα Είκοσι !» ανακοινώνω θριαμβευτικά.
«Ποιες άλλες πήραν Είκοσι;» συνεχίζει
«Η Μαρία, η Ελένη και η Στέλλα» απαντώ ντροπιασμένα…
« Α, καλά δηλαδή η μισή τάξη πήρε είκοσι…» και αποχωρεί με ένα πειραχτικό γελάκι.
Αυτή ήταν η μάνα μου. Και όχι, δεν με τραυμάτισε ανεπανόρθωτα το ανικανοποίητο του χαρακτήρα της. Αντίθετα, με έκανε καλύτερη – να διεκδικώ από μένα το καλύτερο που μπορώ να δώσω. Με έμαθε ακόμα πως οι άνθρωποι που δεν ευχαριστιούνται με τίποτα είναι καταδικασμένοι στη μιζέρια. Όσοι κλαίνε γι‘ αυτό που τους λείπει, ξεχνούν να ευχαριστηθούν αυτό που έχουν, και κρατούν με πείσμα το έλλειμα αγκαλιά, για μια αιωνιότητα και κάτι… Όχι, δεν στιγματίστηκε η παιδική μου ψυχούλα ! Καμία σχέση – Καθορίστηκε η στάση ζωής μου: Ευγνωμοσύνη – Χαμόγελο – και πάντα έτοιμη να συνεχίσω ή να ξαναρχίσω. Δεν κάθομαι πολύ σε κάτι που δεν πήγε καλά – έγινε και τελείωσε. Δεν μεμψιμοιρώ και σιχαίνομαι τα μνημόσυνα. Άλλο με απασχολεί εμένα τώρα. Το πώς θα πάω παρακάτω, να ανοίξω δρόμους, να το παλέψω τίμια και να νικήσω. Σαν την Ελλάδα θέλω νάμαι ! «…Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά !»